κατακοσμώ — (AM κατακοσμῶ, έω) [κατάκοσμος] στολίζω κάτι υπερβολικά, βάζω πολλά στολίδια («ἄγαλμα τεκταίνεταί τε καὶ κατακοσμεῑ», Πλάτ.) αρχ. 1. τακτοποιώ, βάζω σε τάξη (α. «ἐπὶ νευρῇ κατεκόσμει... ὀϊστόν», Ομ. Ιλ. β. «πάντα δόμον κατακοσμήσησθε», Ομ. Οδ.) 2 … Dictionary of Greek
ακατακόσμητος — η, ο (Α ἀκατακόσμητος, ον) [κατακοσμῶ] όποιος δεν είναι στολισμένος αρχ. ο «μὴ κατὰ κόσμον», ο άτακτος … Dictionary of Greek
κατακόσμηση — η (Α κατακόσμησις) [κατακοσμώ] η διακόσμηση νεοελλ. ο υπερβολικός στολισμός αρχ. 1. τακτοποίηση, διευθέτηση 2. φρ. «πλάσις καὶ κατακόσμησις» προσποιητή συμπεριφορά (Πλούτ.) … Dictionary of Greek
κατακόσμητος — η, ο (Μ κατακόσμητος, ον) [κατακοσμώ] κατάκοσμος* … Dictionary of Greek
καταπυκάζω — (AM) 1. κατακαλύπτω, κλείνω μέσα μου, κρύβω μέσα μου 2. κατακοσμώ, καταστολίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πυκάζω «καλύπτω»] … Dictionary of Greek
κατεπικοσμώ — κατεπικοσμῶ, έω (Μ) (επιτ. τ. τού επικοσμώ*) κατακοσμώ, καταστολίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐπι κοσμῶ «στολίζω»] … Dictionary of Greek
μυριοκατακοσμώ — μυριοκατακοσμῶ, έω (Μ) στολίζω κάτι με πάρα πολλά στολίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + κατακοσμῶ] … Dictionary of Greek
συγκατακοσμώ — έω, Α συναρμολογώ ή τακτοποιώ ταυτοχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κατακοσμῶ «στολίζω, τακτοποιώ»] … Dictionary of Greek